- εκλέκτορας
- Τίτλος –στα γερμανικά Kurfϋrsten– που έφεραν μερικοί από τους ηγεμόνες των γερμανικών κρατών και ορισμένοι εκκλησιαστικοί παράγοντες, οι οποίοι από το 1204 συμμετείχαν στην εκλογή του αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Το έτος αυτό, μετά τον θάνατο του Ερρίκου Β’ της Σαξονίας, ο οίκος του, από τον οποίο προέρχονταν έως τότε οι Γερμανοί αυτοκράτορες, έσβησε εξαιτίας έλλειψης διαδόχου. Έτσι, η συνέλευση των πριγκίπων στο Οπενχάιμ του Ρήνου εξέλεξε αυτοκράτορα τον κόμη της Φραγκονίας, Κονράδο Β’. Η εκλογή αυτή αποτέλεσε το νομικό προηγούμενο για τη δημιουργία του θεσμού των ε., που έμελλε κατά τα επόμενα χρόνια να επιβάλει την ανάδειξη με εκλογή των αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Προοδευτικά άρχιζαν να διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο για την έκβαση της εκλογής ορισμένοι ηγεμόνες και εκκλησιαστικοί άρχοντες, οι οποίοι σύντομα επισκίασαν τους υπόλοιπους και από το 1125 αποτέλεσαν ένα περιορισμένο συμβούλιο ε. Αυτοί ήταν ο αρχιεπίσκοπος Μαγεντίας και πριμάτος της Γερμανίας, ο οποίος πρωτοστατούσε στην τελετή της στέψης του αυτοκράτορα στον καθεδρικό ναό του Άαχεν, οι δύο παραστάτες του, αρχιεπίσκοποι Τρεβήρων και Κολονίας, και οι δούκες της Σαξονίας, της Σουηβίας, της Φραγκονίας και της Βαυαρίας, οι οποίοι έφεραν τους τίτλους του αρχιδικαστή, του στρατάρχη, του αρχιθαλαμηπόλου και του αρχιοινοχόου του Στέμματος. Το 1150, οι δούκες της Φραγκονίας και της Βαυαρίας αντικαταστάθηκαν, αντίστοιχα, από τον κόμη του Παλατινάτου και τον βασιλιά της Βοημίας, ενώ λίγο αργότερα ο δούκας της Σουηβίας από τον μαργράβο του Βρανδεμβούργου. Η τελική αυτή σύνθεση του συμβουλίου των ε. επικυρώθηκε και με διάταγμα του αυτοκράτορα Όθωνα Δ’, το 1208.
Το 1338, οι ισχυρότεροι ηγεμόνες της αυτοκρατορίας κατόρθωσαν να επιβάλουν στη Δίαιτα της Φρανκφούρτης την υιοθέτηση της sanctio pragmatica, με την οποία ο πάπας έχανε κάθε δικαίωμα παρέμβασης στη διαδικασία της εκλογής των Γερμανών αυτοκρατόρων. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το Χρυσόβουλο του 1356 του αυτοκράτορα Καρόλου Δ’, που αποτελούσε κατά κάποιο τρόπο το επίσημο καταστατικό για την αυτοκρατορική εκλογή, αύξησε σημαντικά την πολιτική δύναμη των ε.
Η θέση των ε. ήταν προνομιακή σε σχέση με τους άλλους ηγεμόνες της Γερμανίας, απέναντι στους οποίους είχαν το προβάδισμα, θεωρούνταν ισότιμοι με τους βασιλιάδες και τους αναγνωρίζονταν αξιόλογα νομικά και οικονομικά προνόμια, ενώ τα εδάφη τους εξασφαλίζονταν από κάθε διαμελισμό ή διανομή. Ο τίτλος τους μεταβιβαζόταν στους πρωτότοκους γιους, οι οποίοι μπορούσαν να εξασκήσουν τα καθήκοντά τους μετά τη συμπλήρωση του 18 έτους της ηλικίας τους. Συχνά, οι ε. εξασκούσαν σημαντική πολιτική επιρροή και έξω από τα σύνορα της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Ήδη από τον 11ο αι. πολλοί αυτοκράτορες είχαν επιχειρήσει να αποδυναμώσουν τον θεσμό των ε. και να ιδρύσουν κληρονομικές δυναστείες, χωρίς όμως αξιόλογα αποτελέσματα. Αυτό τελικά επιτεύχθηκε από τον αυστριακό οίκο των Αψβούργων, τα μέλη του οποίου διατήρησαν το αυτοκρατορικό στέμμα από την εκλογή του Αλβέρτου Β’, το 1438, έως το 1804. Η κατάσταση έγινε περίπλοκη κατά τις αρχές του 17ου αι., όταν τα εκλεκτοράτα του Βρανδεμβούργου, του Παλατινάτου και της Σαξονίας προσχώρησαν στη θρησκευτική Μεταρρύθμιση. Οι Τσέχοι, στην προσπάθειά τους να σχηματίσουν μια συσπείρωση ε. εχθρικών προς τους καθολικούς Αψβούργους, εξέλεξαν βασιλιά της Βοημίας τον Φρειδερίκο Ε’, Διαμαρτυρόμενο ε. του Παλατινάτου, ο οποίος με αυτό τον τρόπο βρέθηκε κάτοχος δύο ψήφων. Το γεγονός αυτό υπήρξε και η αιτία της έκρηξης του Τριακονταετούς πολέμου (1619-48). Με τις συνθήκες της Βεστφαλίας (1648), οι Αψβούργοι έγιναν κύριοι της Βοημίας, ενώ το δουκάτο της Βαυαρίας απέκτησε και πάλι τον τίτλο του εκλεκτοράτου, τον οποίο είχε στερηθεί από το 1150. Το 1692 και το 1803 άλλα δύο γερμανικά κράτη, το Ανόβερο και το Έσεν· Κάσελ, αναγνωρίστηκαν ως εκλεκτοράτα, με αποτέλεσμα ο συνολικός τους αριθμός να ανέβει στα 10.
Η εξαφάνιση του θεσμού των ε. συνέπεσε με τη διάλυση της αυτοκρατορίας. Μετά την ανακήρυξη (Αύγουστος 1804) από τους Αψβούργους της Αυστριακής αυτοκρατορίας και τη συνθήκη του Πρέσμπουργκ(1805), με την οποία η Βαυαρία αναγνωριζόταν ανεξάρτητη από την Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, 16 Γερμανοί πρίγκιπες αποχώρησαν από την αυτοκρατορία στις 12 Ιουλίου 1806 και αποτέλεσαν τη Συνομοσπονδία του Ρήνου.
Οι κυβερνήτες του κράτους του Έσεν· Κάσελ διατηρούσαν ονομαστικά τον τίτλο του ε. έως το 1866.
* * *και εκλέκτωρ, ο1. αυτός που έχει το δικαίωμα να μετέχει σε σώμα ή συμβούλιο εκλογής2. επίσκοπος ή ηγεμόνας που είχε το δικαίωμα να μετάσχει στην εκλογή τού αυτοκράτορα τής Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τού Γερμανικού Έθνους.
Dictionary of Greek. 2013.